- αναστατώνομαι
- αναστατώνομαι, αναστατώθηκα, αναστατωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… … Dictionary of Greek
αναπτερώνω — και αναφτερώνω (Α ἀναπτερῶ, όω) δίνω κατά κάποιον τρόπο φτερά, ενθουσιάζω, ενθαρρύνω, ενισχύω αρχ. Ι. (ενεργ. (1. (για πτηνά) δίνω φτερά σε κάποιον, τόν κάνω να φτερουγίσει, να πετάξει 2. ανορθώνω, σηκώνω 3. δημιουργώ έξαρση σε κάποιον, ερεθίζω,… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
ευδυσώπητος — εὐδυσώπητος, ον (Α) 1. αυτός που ταράζεται, που σαστίζει εύκολα 2. ενδοτικός, υποχωρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δυσ ωπητος (< δυσ ωπώ «φοβίζω, αναστατώνομαι, υποκύπτω σε παρακλήσεις»), πρβλ. α δυσ ώπητος] … Dictionary of Greek
ζαλίζω — (Μ ζαλίζω) [ζάλη] 1. προξενώ ζάλη, σκοτοδίνη («μέ ζαλίζει το κρασί») 2. μτφ. στενοχωρώ, ενοχλώ, σκοτίζω κάποιον (μέ ζάλισε με την κουβέντα του») 3. προκαλώ νύστα, αποκοιμίζω 4. προκαλώ συγκίνηση, αναστατώνω κάποιον 5. παθ. ζαλίζομαι και ουμαι α)… … Dictionary of Greek
μετακινώ — (ΑM μετακινῶ, έω, Μ και μετακουνώ) 1. τοποθετώ κάποιον ή κάτι από μια θέση σε άλλη, μετατοπίζω, μεταθέτω, μεταφέρω αλλού 2. μέσ. μετακινούμαι, έομαι μεταβαίνω από έναν τόπο σε άλλο μσν. 1. απωθώ, αποκρούω 2. ξεκινώ με κατεύθυνση προς κάποιο μέρος … Dictionary of Greek
μετασαλεύω — (ΑΜ μετασαλεύω) μετακινώ ή μετατοπίζω κάτι βίαια, απομακρύνω, διαταράσσω νεοελλ. μσν. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι μσν. 1. μετακινούμαι διαρκώς, ταλαντεύομαι 2. κάνω κάποιον να μετακινείται διαρκώς, να περιπλανιέται 3. αναστατώνω, κάνω άνω κάτω 4 … Dictionary of Greek
μετασταίνω — (Μ) 1. μεταβάλλω, μεταπλάθω 2. μετακινώ 3. απομακρύνω 4. μεταγγίζω 5. (το μέσ.) μετασταίνομαι α) αλλάζω θέση, απομακρύνομαι, μετακινούμαι β) γυρίζω ή στρέφομαι προς τα πίσω γ) γνωρίζω βελτίωση, αποκαθίσταμαι δ) αναστατώνομαι, ταράζομαι ε) πεθαίνω … Dictionary of Greek
μετατοπίζω — (Μ μετατοπίζω) μεταφέρω κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ («πρέπει να μετατοπίσεις τα έπιπλα τού σαλονιού») μσν. 1. εκτοπίζω 2. μετοικίζω 3. (αμτβ.) αλλάζω τόπο διαμονής, μετοικώ 4. μτφ. αλλάζω στάση ή συμπεριφορά 5. μτφ. αναστατώνομαι.… … Dictionary of Greek